- τυλα
- τύλατύλᾱἥ дор. = τύλη См. τυλη
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
τύλα — τύλᾱ , τύλη swelling fem nom/voc/acc dual τύλᾱ , τύλη swelling fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τύλᾳ — τύλαι , τύλη swelling fem nom/voc pl τύλᾱͅ , τύλη swelling fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τύλας — τύλᾱς , τύλη swelling fem acc pl τύλᾱς , τύλη swelling fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τύλαν — τύλᾱν , τύλη swelling fem acc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τύλη — η, ΝΑ, και δωρ. τ. τύλα Α υπόστρωμα πάνω στο οποίο τοποθετούν τα βάρη οι αχθοφόροι νεοελλ. υπόστρωμα σάγματος ή σέλας αρχ. 1. μέρος τού σώματος που έχει κυρτωθεί από πίεση, όπως ο ώμος αχθοφόρου 2. καμπούρα καμήλας, ύβος 3. προσκεφάλι, προσκέφαλο … Dictionary of Greek
τύλαι — τύλη swelling fem nom/voc pl τύλᾱͅ , τύλη swelling fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)